Κύριες μεταφράσεις |
license (US), licence (UK) n | (permit) | άδεια ουσ θηλ |
| Peter had a license for his gun. |
| Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του. |
license (US), licence (UK) n | (driving permit) | άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δίπλωμα ουσ ουδ |
| Laura had her license revoked for driving drunk. |
| Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης. |
license (US), licence (UK) n | figurative (artistic freedom) | καλλιτεχνική ελευθερία επίθ + ουσ θηλ |
| The writer took some license with the story when he wrote the book. |
| Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κάπως την καλλιτεχνική του ελευθερία όσον αφορά την ιστορία όταν έγραφε το βιβλίο. |
license (US), licence (UK) n | (permission) | άδεια ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | ελεύθερο επίθ ως ουσ ουδ |
| Erin was used to the license to do whatever she wanted while she was home alone. |
| Η Έριν ήταν συνηθισμένη να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε όταν έμενε σπίτι μόνη της. |
license [sb]⇒ vtr | (grant permission) | αδειοδοτώ ρ μ |
| | δίνω άδεια σε κπ, χορηγώ άδεια σε κπ έκφρ |
| The city licensed the street vendor. |
| Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή. |
license [sb] to do [sth] v expr | (grant permission) (κπ να κάνει κτ) | αδειοδοτώ ρ μ |
| (σε κπ να κάνει κτ) | δίνω άδεια, χορηγώ άδεια, δίνω αδειοδότηση έκφρ |
| (ανεπ: σε κπ να κάνει κτ) | δίνω το ελεύθερο έκφρ |
| The federal government licensed the oil company to dump toxic waste into the water supply. |
| Η πολιτειακή κυβέρνηση αδειοδότησε την πετρελαϊκή εταιρεία να αδειάσει τα τοξικά απόβλητα στον ταμιευτήρα. |
license [sth]⇒ vtr | often passive (pub: allow to serve alcohol) | δίνω άδεια έκφρ |
| The state licensed the sale of alcohol on the premises. |
| Η πολιτεία έδωσε άδεια πώλησης αλκοόλ στις εγκαταστάσεις. |
license (US), licence (UK) n | (copyright) | πνευματικά δικαιώματα επίθ + ουσ ουδ πλ |
| | δικαιώματα ουσ ουδ πλ |
| The company bought the license to the author's story. |
| Η εταιρεία αγόρασε τα πνευματικά δικαιώματα για την ιστορία του συγγραφέα. |
Σύνθετοι τύποι:
|
artistic license, creative license (US), artistic licence, creative licence (UK) n | (creative freedom) | καλλιτεχνική ελευθερία επίθ + ουσ θηλ |
dog license (US), dog licence (UK) n | (permit to own a dog) | άδεια κατοχής σκύλου φρ ως ουσ θηλ |
driver's license (US), driving licence (UK), driver's licence (Can) n | (permit to drive) | άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | δίπλωμα ουσ ουδ |
| I've had my driver's license for 15 years. |
| Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια. |
gaming license (US), gaming licence (UK) n | (gambling permit) | άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίων περίφρ |
hunting license (US), hunting licence (UK) n | (permit to hunt) | άδεια κυνηγιού έκφρ |
| It is forbidden to shoot deer without a hunting license. |
license agreement (US), licence agreement (UK) n | (contract giving permission for [sth]) | σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης φρ ως ουσ θηλ |
license fee n | US (cost to get license) | τέλος αδείας φρ ως ουσ ουδ |
license plate, plate (US), licence plate, number plate (UK) n | often plural (vehicle's registration panel) | αριθμός κυκλοφορίας φρ ως ουσ αρσ |
| (συνήθως πληθυντικός) | πινακίδα ουσ θηλ |
| Personalized license plates sometimes cost more than a car. |
| Some US states only require cars to have a license plate on the back. |
| Οι προσωποποιημένοι αριθμοί κυκλοφορίας ορισμένες φορές στοιχίζουν περισσότερο από ένα αυτοκίνητο. // Σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ τα αυτοκίνητα υποχρεούνται να φέρουν τον αριθμό κυκλοφορίας μόνο πίσω. |
marriage license (US), marriage licence (UK) n | (permit to marry) | άδεια γάμου φρ ως ουσ θηλ |
| It is a good idea, about a week before the wedding, to go to the courthouse to obtain a marriage license. |
motorcycle license (US), motorcycle licence (UK) n | (permit to ride a motorbike) | άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας περίφρ |
| | άδεια οδήγησης μηχανής περίφρ |
off-licence (UK), liquor license (US) n | (permit to sell alcohol) (σε εστιατόρια ή μαγαζιά) | άδεια για πώληση αλκοόλ περίφρ |
| This shop doesn't have an off-licence so we'll have to buy our beers elsewhere. |
pilot license (US), pilot's licence (UK) n | (aircraft permit) | άδεια πιλότου φρ ως ουσ θηλ |
| | δίπλωμα πιλότου φρ ως ουσ ουδ |
| (επίσημο) | άδεια χειρισμού αεροσκαφών, άδεια χειριστή αεροσκαφών φρ ως ουσ θηλ |