Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

import license


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο license παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: import

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
license (US),
licence (UK)
n
(permit)άδεια ουσ θηλ
 Peter had a license for his gun.
 Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του.
license (US),
licence (UK)
n
(driving permit)άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δίπλωμα ουσ ουδ
 Laura had her license revoked for driving drunk.
 Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.
license (US),
licence (UK)
n
figurative (artistic freedom)καλλιτεχνική ελευθερία επίθ + ουσ θηλ
 The writer took some license with the story when he wrote the book.
 Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κάπως την καλλιτεχνική του ελευθερία όσον αφορά την ιστορία όταν έγραφε το βιβλίο.
license (US),
licence (UK)
n
(permission)άδεια ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ελεύθερο επίθ ως ουσ ουδ
 Erin was used to the license to do whatever she wanted while she was home alone.
 Η Έριν ήταν συνηθισμένη να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε όταν έμενε σπίτι μόνη της.
license [sb] vtr (grant permission)αδειοδοτώ ρ μ
  δίνω άδεια σε κπ, χορηγώ άδεια σε κπ έκφρ
 The city licensed the street vendor.
 Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή.
license [sb] to do [sth] v expr (grant permission) (κπ να κάνει κτ)αδειοδοτώ ρ μ
  (σε κπ να κάνει κτ)δίνω άδεια, χορηγώ άδεια, δίνω αδειοδότηση έκφρ
  (ανεπ: σε κπ να κάνει κτ)δίνω το ελεύθερο έκφρ
 The federal government licensed the oil company to dump toxic waste into the water supply.
 Η πολιτειακή κυβέρνηση αδειοδότησε την πετρελαϊκή εταιρεία να αδειάσει τα τοξικά απόβλητα στον ταμιευτήρα.
license [sth] vtr often passive (pub: allow to serve alcohol)δίνω άδεια έκφρ
 The state licensed the sale of alcohol on the premises.
 Η πολιτεία έδωσε άδεια πώλησης αλκοόλ στις εγκαταστάσεις.
license (US),
licence (UK)
n
(copyright)πνευματικά δικαιώματα επίθ + ουσ ουδ πλ
  δικαιώματα ουσ ουδ πλ
 The company bought the license to the author's story.
 Η εταιρεία αγόρασε τα πνευματικά δικαιώματα για την ιστορία του συγγραφέα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
artistic license,
creative license (US),
artistic licence,
creative licence (UK)
n
(creative freedom)καλλιτεχνική ελευθερία επίθ + ουσ θηλ
dog license (US),
dog licence (UK)
n
(permit to own a dog)άδεια κατοχής σκύλου φρ ως ουσ θηλ
driver's license (US),
driving licence (UK),
driver's licence (Can)
n
(permit to drive)άδεια οδήγησης φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα οδήγησης φρ ως ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)δίπλωμα ουσ ουδ
 I've had my driver's license for 15 years.
 Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.
gaming license (US),
gaming licence (UK)
n
(gambling permit)άδεια τυχερών παιχνιδιών, άδεια τυχερών παιγνίων περίφρ
hunting license (US),
hunting licence (UK)
n
(permit to hunt)άδεια κυνηγιού έκφρ
 It is forbidden to shoot deer without a hunting license.
license agreement (US),
licence agreement (UK)
n
(contract giving permission for [sth])σύμβαση παραχώρησης άδειας χρήσης φρ ως ουσ θηλ
license fee n US (cost to get license)τέλος αδείας φρ ως ουσ ουδ
license plate,
plate (US),
licence plate,
number plate (UK)
n
often plural (vehicle's registration panel)αριθμός κυκλοφορίας φρ ως ουσ αρσ
  (συνήθως πληθυντικός)πινακίδα ουσ θηλ
 Personalized license plates sometimes cost more than a car.
 Some US states only require cars to have a license plate on the back.
 Οι προσωποποιημένοι αριθμοί κυκλοφορίας ορισμένες φορές στοιχίζουν περισσότερο από ένα αυτοκίνητο. // Σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ τα αυτοκίνητα υποχρεούνται να φέρουν τον αριθμό κυκλοφορίας μόνο πίσω.
marriage license (US),
marriage licence (UK)
n
(permit to marry)άδεια γάμου φρ ως ουσ θηλ
 It is a good idea, about a week before the wedding, to go to the courthouse to obtain a marriage license.
motorcycle license (US),
motorcycle licence (UK)
n
(permit to ride a motorbike)άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας περίφρ
  άδεια οδήγησης μηχανής περίφρ
off-licence (UK),
liquor license (US)
n
(permit to sell alcohol) (σε εστιατόρια ή μαγαζιά)άδεια για πώληση αλκοόλ περίφρ
 This shop doesn't have an off-licence so we'll have to buy our beers elsewhere.
pilot license (US),
pilot's licence (UK)
n
(aircraft permit)άδεια πιλότου φρ ως ουσ θηλ
  δίπλωμα πιλότου φρ ως ουσ ουδ
  (επίσημο)άδεια χειρισμού αεροσκαφών, άδεια χειριστή αεροσκαφών φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση import license στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «import license».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!